- αυχενίζω
- αὐχενίζω (Α)1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω2. στραγγαλίζω, πνίγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν (-ένος).ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζωαρχ.-μσν.παραυχενίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐχενίζει — αὐχενίζω cut the throat of pres ind mp 2nd sg αὐχενίζω cut the throat of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίζειν — αὐχενίζω cut the throat of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίζεται — αὐχενίζω cut the throat of pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίζοντες — αὐχενίζω cut the throat of pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίζουσα — αὐχενίζω cut the throat of pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενίζουσαν — αὐχενίζω cut the throat of pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐχένιζε — αὐχενίζω cut the throat of imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
αυχενιστήρ — αὐχενιστήρ, ο (Α) [αυχενίζω] 1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό 2. επίδεσμος του αυχένα … Dictionary of Greek
καταυχένισμα — το χτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek